- θειαφίου
- θειάφιονsulphurneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λικάτα — (Licata). Πόλη (34.900 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στη Σικελία. Βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Σάλσο στη Μεσόγειο θάλασσα και είναι χτισμένη στην τοποθεσία του ομώνυμου παλαιού φρουρίου. Η πόλη διαθέτει ακμαία βιομηχανία και κυρίως εργοστάσια… … Dictionary of Greek
εμπαιστική — Η τέχνη της προσαρμογής μεταλλικών ελασμάτων που φέρουν διάφορες παραστάσεις (προσώπων, ζώων κλπ.) στην επιφάνεια μεταλλικού ή ξύλινου αντικειμένου, με τη χρησιμοποίηση πολύ λεπτών καρφιών. Στην Ελλάδα, η τέχνη αυτή ήταν γνωστή από τους αρχαίους… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
θειάφισμα — το [θειαφίζω] 1. το πασπάλισμα τών υπέργειων τμημάτων τών καλλιεργούμενων φυτών με θείο (θειάφι) ή με μίγμα σκόνης θείου και θειικού χαλκού για την πρόληψη ή την καταπολέμηση ορισμένων μυκητολογικών ασθενειών 2. απολύμανση με καπνό θειαφιού,… … Dictionary of Greek
θειαφίζω — και θειαφώνω [θειάφι] 1. ρίχνω θειάφι στα φύλλα φυτού 2. εκθέτω κάτι, για απολύμανση, στον καπνό θειαφιού που καίγεται («θειαφίζω τα βαρέλια μου») … Dictionary of Greek
θειόχρους — ουν και οος, οο (Α θειόχρους, ουν, και οος, οον) αυτός που έχει το χρώμα τού θείου, τού θειαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
θειώδης — (I) θειώδης, ῶδες (Μ) [θείος (Ι)] αυτός που μοιάζει με τον θεό. επίρρ... θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως) με θείο τρόπο, θεϊκά αρχ. με αυτοκρατορικό διάταγμα. (II) ες (Α θειώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.) 2.… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
σύρτις — Ονομασία δύο αβαθών κόλπων της Λιβυκής θάλασσας, που σχηματίζονται από τις ακτές της Λιβύης και της Τυνησίας. 1. Μεγάλη Σ. Σχηματίζεται από τις νοτιοανατολικές ακτές της Τυνησίας και της Τριπολίτιδας, έχει άνοιγμα 216 χλμ. και βάθος 97 χλμ. Τα… … Dictionary of Greek
Ανχουέι — (Anhui).Επαρχία (139.900 τ. χλμ., 61.410.600 κάτ. το 2002) της ανατολικής Κίνας, στον ποταμό Γιανγκτσέ. Ως επαρχία συγκροτήθηκε το β’ μισό του 17ου αι., μετά την κατάληψη της Κίνας από τους Μαντζουριανούς, με την ένωση των περιφερειών Αντσίν και… … Dictionary of Greek